- μουχτεσίπης
- μουχτεσίπης και μακτασίπης και μουχτασούπ, ὁ (Μ)1. (ως διοικητικός τίτλος τού οθωμανικού ή άλλων ισλαμικών κρατών) αστυνομικός επιθεωρητής, αγορανόμος2. (στη μεσαιωνική Κύπρο) υφιστάμενος τού βισκούντη, βασιλικού επιτρόπου δικαστηρίου, με αστυνομικές δικαιοδοσίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. muhtesib].
Dictionary of Greek. 2013.